-
1 εξορύξη
ἐξορύσσωdig out: aor subj mid 2nd sgἐξορύσσωdig out: aor subj act 3rd sgἐξορύσσωdig out: fut ind mid 2nd sgἐξορύ̱ξῃ, ἐξορύσσωdig out: aor subj mid 2nd sgἐξορύ̱ξῃ, ἐξορύσσωdig out: aor subj act 3rd sgἐξορύ̱ξῃ, ἐξορύσσωdig out: fut ind mid 2nd sg -
2 ἐξορύξῃ
ἐξορύσσωdig out: aor subj mid 2nd sgἐξορύσσωdig out: aor subj act 3rd sgἐξορύσσωdig out: fut ind mid 2nd sgἐξορύ̱ξῃ, ἐξορύσσωdig out: aor subj mid 2nd sgἐξορύ̱ξῃ, ἐξορύσσωdig out: aor subj act 3rd sgἐξορύ̱ξῃ, ἐξορύσσωdig out: fut ind mid 2nd sg -
3 ἐξορύξη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξορύξη
-
4 εξόρυξη
[-ις (-εως)] η1) откапывание, выкапывание; 2) добыча (полезных ископаемых, нефти и т. п.); 3) мед. извлечение, удаление;εξόρυξη οφθαλμού — удаление глаза
-
5 εξόρυξη
çıkarma, kazma (maden) -
6 çıkarılma
εξόρυξη, εξαγωγη -
7 madencilik
εξόρυξη, η δουλειά -
8 добыча
добыча ж 1) (на охоте) η λεία, το θήραμα 2) (руды, угля и т. п.) η εξόρυξη* * *ж1) ( на охоте) η λεία, το θήραμα2) (руды, угля и т. п.) η εξόρυξη -
9 добыча
добыч||аж1. (действие) ἡ ἐξόρυξη· [-ις], ἡ ἐξαγωγή:\добыча минералов ἡ ἐξόρυξη τῶν ὀρυκτῶν2. (добытое) τό ἐξορυγμένο προϊόν / ἡ βορά, ἡ λεία (хищи́ика)/ ἡ θήρα, τό θήραμα (охотника)/ τό λάφυρο[ν], τά λάφυρα (военная)· ◊ стать \добычаей огня γίνομαι παρανάλωμα τοῦ πυρός. -
10 добыча
-и θ.1. εξαγωγή, εξόρυξη•добыча каменного угля εξόρυξη πετροκάρβουνου.
|| επίτευξη, επίτευγμα. || λεία, λάφυρο.2. θήραμα, άγρα, κυνήγι.3. το εξορυγμένο προϊόν, η παραγωγή.4. καταστροφικό έργο, παρανάλωμα, βορά•дом стал -ей огня το σπίτι έγινε παρανάλωμα του πυρός.
-
11 добыча
1. (процесс) η εξόρυξη, η εξαγωγή, η παραγωγή 2. (ре-зультат) η παραγωγήваловая - συνολική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добыча
-
12 нефтедобыча
η εξόρυξη του πετρελαίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нефтедобыча
-
13 открытый
1. (геод., мат., мед.) ανοι-κτ/ός- фонтан (газов нефти и т.п.) η βίαιη έξοδος/ανά-βλυση (των αερίων, του πετρελαίου2. (ничем не замаскированный, нескрываемый) ακάλυπτος, απροστάτευτος 3. (доступный для всех) ανοικτός, ελεύθερος 4. (не имеющий покрытия сверху и с боков) ασκέπαστος, ακάλυπτος, ασκεπής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > открытый
-
14 подбойка
1. (вруб) η εξόρυξη, η στοά εξόρυξης 2. (инструмент) η σφύρα μετά κοιλότητας 3. (нижник молота) η κάτω μήτρα της σφύραςмеханическая передвижная - ο μηχανοκίνητος κόπανος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подбойка
-
15 разработка
1. (проектно-конструктор-ская работа) η μελέτη, η εκπόνησηизыскательная - ερευνητική -, η έρευναконструкторская - η σχεδίαση, η μηχανολογική- технологического процесса - της τεχνολογικής διαδικασίας, τεχνολογική -2. (месторождений полезных ископаемых) горн. η εξόρυξη/εκμετάλλευση κοιτάσματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разработка
-
16 торфодобыча
η εξόρυξη της τύρφης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > торфодобыча
-
17 цианирование
1. (обработка стали) η ενδοκυάνωση 2. горн. η παραγωγή/εξόρυξη χρυσού και αργύρου με χρήση κυανίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цианирование
-
18 электровыделение
(металла) η ηλεκτρική εξόρυξηο ηλεκτρικός διαχωρισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электровыделение
-
19 выемка
выемкаж1. (действие) ἡ ἐκσκαφή, ἡ ἐξόρυξη, τό ξέσκαμμα/ τό σήκωμα, ἡ ἐξαγωγή, ἡ ἀνάληψη (писем)·2. (углубление) τό κοίλωμα, τό βαθούλωμα, ἡ αὐλακιά, τό ἀνοιγμα·3. архит. ἡ ἐγκοπή, τό ἀΰλάκωμα. -
20 вырубка
вырубкаж1. (действие) ἡ τομή, τό κόψιμο[ν], ἡ ὑλοτομία/ ἡ ἐξόρυξη (угля)·2. (вырубленное место) τό ὑλοτόμιο, τό κομμένο μέρος δάσους.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξόρυξη — η 1. εκσκαφή, ξέχωμα, απόσπαση πράγματος από το βάθος της γης: Εξόρυξη πετροκάρβουνου. 2. απόσπαση από οπουδήποτε, βγάλσιμο: Εξόρυξη ματιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξόρυξη — η (AM ἐξόρυξις) [εξορύσσω] 1. η εκσκαφή, η εξαγωγή μεταλλεύματος ή πετρώματος από το υπέδαφος 2. η βίαιη εξαγωγή τών οφθαλμών, η τύφλωση νεοελλ. η χειρουργική αφαίρεση τού οφθαλμικού βολβού … Dictionary of Greek
ἐξορύξῃ — ἐξορύσσω dig out aor subj mid 2nd sg ἐξορύσσω dig out aor subj act 3rd sg ἐξορύσσω dig out fut ind mid 2nd sg ἐξορύ̱ξῃ , ἐξορύσσω dig out aor subj mid 2nd sg ἐξορύ̱ξῃ , ἐξορύσσω dig out aor subj act 3rd sg ἐξορύ̱ξῃ , ἐξορύσσω dig out fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Bergbau und Metallgewinnung auf der Insel Thasos — Bergbau und Erzverhüttung auf der Insel Thasos weisen eine sehr lange und bemerkenswerte Geschichte auf. Diese reicht mit langzeitigen Unterbrechungen von der Jungsteinzeit bis in das 2. Jahrtausend unserer Zeitrechnung. Beginnend mit der… … Deutsch Wikipedia
λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… … Dictionary of Greek
Κορνουάλη — (Cornwall). Κομητεία (3.559 τ. χλμ., 499.400 κάτ. το 2001) της νοτιοδυτικής Αγγλίας. Βρίσκεται Α της κομητείας Ντέβον. Στα ΒΔ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό και στα Ν από τη θάλασσα της Μάγχης. Η κομητεία, πρωτεύουσα της οποίας είναι η πόλη… … Dictionary of Greek
Μποτσουάνα — Κράτος της νότιας Αφρικής. Συνορεύει Β και Δ με τη Nαμίμπια, τα ΒΑ με τη Ζιμπάμπουε, τα Ν και ΝΑ με τη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Tο κράτος της Μ., που πριν ανακτήσει την ανεξαρτησία του από τη Βρετανία ονομαζόταν Mπετσουαναλάνδη (Betchuanaland) … Dictionary of Greek
Ναούρου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον νότιο Ειρηνικό, νότια των Νήσων Μάρσαλ, δυτικά των νησιών Γκίλμπερτ (Kιριμπάτι), στη γραμμή σχεδόν του Ισημερινού.Η χώρα διαιρείται σε 14 περιοχές (πληθυσμιακά στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα): Άιβο (Aiwo),… … Dictionary of Greek
Νέα Γη — I (Newfoundland). Νησί (112.300 τ. χλμ., 175.500 κάτ.) του ανατολικού Καναδά, στον Ατλαντικό ωκεανό, μεταξύ των χερσονήσων του Λαμπραντόρ προς Β Δ και της Νέας Σκοτίας προς Ν Δ. Παρουσιάζει βαθιούς μυχούς, κατά ένα μέρος παγετωνικής προέλευσης,… … Dictionary of Greek
εκμετάλλευση — και εκμετάλλεψη, η 1. εξόρυξη μεταλλεύματος από μεταλλείο 2. εξόρυξη πετρωμάτων, πετρελαίου κ.λπ. 3. κάθε επιχείρηση που αποβλέπει στο κέρδος από την παραγωγή και πώληση των προϊόντων («εκμετάλλευση δάσους») 4. επιδίωξη κέρδους από κοινωνικό… … Dictionary of Greek
εξορυκτικός — ή, ό σχετικός με την εξόρυξη ή κατάλληλος και ικανός για εξόρυξη … Dictionary of Greek